κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… … Dictionary of Greek
κεραμευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα ή στην τέχνη του. 2. το θηλ. κεραμευτική ως ουσ. σημαίνει την τέχνη του κεραμέα: Ασχολείται με την κεραμευτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμευτικόν — κεραμευτικός of masc acc sg κεραμευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικοί — κεραμευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικῆς — κεραμευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικῇ — κεραμευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτική — κεραμευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικήν — κεραμευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικῶς — κεραμευτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωλιάς — Κωλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. (ενν. άκρα) ακρωτήριο τής Αττικής μεταξύ Αλίμου και Γλυφάδας 2. θεότητα που λατρευόταν στο ομώνυμο ακρωτήριο και αργότερα ταυτίστηκε με την Αφροδίτη 3. εκείνη που κατοικούσε σ αυτό το ακρωτήριο 4. (ενν. γη) εξαιρετικής… … Dictionary of Greek
κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… … Dictionary of Greek